λογοκρίνω

λογοκρίνω
(αόρ. ελογόκρινα, παθ. αόρ. ελογοκρίθην) μετ. цензуровать, подвергать цензуре

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λογοκρίνω" в других словарях:

  • λογοκρίνω — λογοκρίνω, λογόκρινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λογοκρίνω — ασκώ λογοκρισία …   Dictionary of Greek

  • λογοκρίνω — λογόκρινα, λογοκρίθηκα, λογοκριμένος, ελέγχω κάθε έντυπο πριν τυπωθεί και διαγράφω ό,τι δεν επιδοκιμάζω: Το κείμενό του λογοκρίθηκε και δε δημοσιεύτηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λογοκριτής — ο [λογοκρίνω] αυτός που ασκεί λογοκρισία …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»